- πλεονασμός
- ο, ΝΜΑ [πλεονάζω]το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.)2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα τού είναι απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. πάλι μού ξαναμίλησε, φέρε λίγο νερό ζεστό κι όχι κρύομσν.-αρχ.κέρδος, όφελοςαρχ.1. επανάληψη2. τοκοφλυφία3. γραμμ. επαύξηση τής προτάσεως4. αυτό που υπερβαίνει κάτι που έχει οριστεί ή καθοριστεί5. μτφ. μεγαλοποίηση, υπερβολή.
Dictionary of Greek. 2013.